- μαχητικῶν
- μαχητικόςfit for fightingfem gen plμαχητικόςfit for fightingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… … Wikipedia
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γασάνδες — Βυζαντινή ονομασία αραβικής φυλής, που είχε εγκατασταθεί στο ΒΔ τμήμα της Αραβίας, Α του Ιορδάνη και Ν μέχρι την Πέτρα. Την εποχή του Μωάμεθ, ένα τμήμα της φυλής αυτής κατοικούσε στη Γιατρίμπ, την κατοπινή Μεδίνα. Ο πρώτος γνωστός ηγεμόνας των Γ … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Μισελέν, Εντουάρ — (Edouard Michelin, Κλερμόν Φεράν 1859 – Ορσίν, Πυΐ ντε Ντομ 1940). Γάλλος επιχειρηματίας. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Το 1889 ίδρυσε, μαζί με τον αδελφό του Αντρέ Μισελέν (Andre Michelin, 1853 – 1931), την εταιρία… … Dictionary of Greek
Ριχτχόφεν, Μάνφρεντ φον — (Richthofen, 1892 – 1918). Γερμανός αεροπόρος. Αρχικά υπηρέτησε στο ιππικό και κατόπιν στο πεζικό, όπου ανδραγάθησε και τιμήθηκε με τον «Σιδηρούν Σταυρό». Λίγο αργότερα ζήτησε και πέτυχε να καταταγεί στην αεροπορία, όπου εκπαιδεύτηκε στην… … Dictionary of Greek